- πωλήσων
- πωλέωsellfut part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψηφισματοπώλης — ὁ, Α (κωμ. λ.) πωλητής ψηφισμάτων, δηλαδή άτομο που χρηματίζεται για την επικύρωση ψηφισμάτων («ψηφισματοπώλης εἰμὶ καὶ νόμους νέους ἥκω... πωλήσων», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφισμα, ατος + πώλης*] … Dictionary of Greek